βασκαίνομαι
κ. αβασκαίνομαι,
ρ. [<βασκαίνω], επηρεάζομαι αρνητικά από το βλέμμα κάποιου και παθαίνω
κακό, ματιάζομαι: «αποφεύγω να με κοιτάξει γαλανομάτης, γιατί βασκαίνομαι
εύκολα», γιατί, σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη, ο γαλανομάτης έχει την ικανότητα
να ματιάζει·
- να
σε φτύσω να μη (μου) βασκαθείς! βλ. συνηθέστ. φτου σου να μη (μου)
βασκαθείς(!)·
-
φτου, να μη (μου) βασκαθείς! ή
φτου σου, να μη (μου) βασκαθείς! α. έκφραση για αποτροπή βασκανίας
ή έκφραση θαυμασμού για κάποιον: «έγινες κοτζάμ παλικάρι, φτου, να μη
βασκαθείς!». β. απευθύνεται σε άτομο και με ειρωνική ή επιτιμητική
διάθεση με την έννοια σαν δεν ντρέπεσαι(!): «φτου σου, να μη μου βασκαθείς,
παλιογάιδαρε, που τα βάζεις με γέρο άνθρωπο!». Συνών. φτου, να μη σε
ματιάσω! ή φτου σου, να μη σε ματιάσω(!)· βλ. και λ. φτου!